Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ I

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ  (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

 

Του Παντελή Καλαϊτζίδη*


 

II

Πράγματι, το κίνητρο τού Ιούδα, προκειμένου να προδώσει το Χρι­στό, φαίνεται να μην ήταν μόνο τα χρήματα, τα τριάκοντα αργύρια, που δεν αντιπροσώπευαν εξάλλου σημαντικό χρηματικό ποσό. Τα ευαγγελι­κά κείμενα, η πατερική ερμηνευτική και η υμνολογία της Μ. Πέμπτης έχουν βεβαίως συγκρατήσει και υπογραμμίσει αυτό το στοιχείο, αλλά τα τριάκοντα αργύρια ήταν κατά κάποιο τρόπο η αφορμή ή η κατάληξη μιας μακράς εσωτερικής πορείας αμφισβήτησης και απόρριψης εκ μέ­ρους του Ιούδα τού μεσσιανικού προτύπου που ενσάρκωσε ο Διδάσκα­λός του ή ακόμη η επισφράγιση, η εγγύηση της συμφωνίας που συνήψε με τους αρχιερείς.

Όσο μάλιστα ο Ιούδας ήταν μαζί με τον Ιησού και μετείχε της κοινότητας των δώδεκα μαθητών, κρατούσε το ταμείο της ομάδας (7α). 13,29 πρβλ. Ιω. 12,6), ενώ έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην απο­φυγή κάθε περιττής κατά τη γνώμη του σπατάλης, όπως στην περίπτωση της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου, που άλειψε τα πόδια τού Ιησού με το πιο ακριβό μύρο (Ιω. 12,3-5- πρβλ. Μθ. 26,6-9 και Λκ. 14,3-5). Αν λοιπόν θελήσουμε να αναζητήσουμε το βαθύτερο κίνητρο της προδοσίας, τότε δεν θα οδηγηθούμε μόνο στη διαπιστωμένη φιλαργυρία του Ιούδα, αλλά θα χρειαστεί ακόμη να ερευνήσουμε τη σχέση του με το κί­νημα των Ζηλωτών.

Οι ερμηνευτές και οι ιστορικοί των χρόνων της Καινής Διαθήκης εί­ναι ομόφωνοι στο ότι ο Ιούδας διατηρούσε στενές σχέσεις με το κίνημα αυτό και μάλιστα κύρια αίτια της προδοσίας του μοιάζει να ήταν η πι­κρία και η απογοήτευσή του από τη διάψευση του μεσσιανικού του ορά­ματος, από την άρνηση δηλαδή τού Μεσσία Χριστού να ταυτίσει το έργο και την αποστολή Του με την αποτίναξη του ρωμαϊκού ζυγού, με την απελευθέρωση και εθνική αποκατάσταση των Ιουδαίων στην Παλαιστί­νη. Την εποχή του Ιησού ακριβώς το κίνημα των Ζηλωτών ενσάρκωνε τη ριζοσπαστική αμφισβήτηση της ρωμαϊκής κυριαρχίας και εξέφραζε τα όνειρα εθνικής και πολιτικής ανεξαρτησίας των Ιουδαίων.

Η αμφισβήτηση όμως αυτή στηριζόταν αφενός στην ιουδαϊκή μεσ­σιανική αναμονή και αφετέρου σε μια πολιτική θεολογία θεοκρατικού περιεχομένου. Υποστήριζαν λοιπόν οι Ζηλωτές την άποψη ότι εφόσον ο Θεός είναι ο μόνος κύριος και κυβερνήτης τού λαού του, απαγορεύεται κάθε μορφής αναγνώριση της κυριαρχίας τού Καίσαρα στην Παλαιστί­νη, όπως η καταβολή του φόρου στη Ρώμη. Γι' αυτό και θεωρούσαν θρησκευτικό τους καθήκον να εμποδίσουν το λαό απ' την καταβολή τού καθορισμένου φόρου, ήταν δε έτοιμοι για εξέγερση και πόλεμο με τη Ρώ­μη αν η τελευταία επέμενε στην υποδούλωση τού λαού τού Θεού. Μια τέτοια εξέγερση καταγράφεται ήδη το 6 μ.Χ., οταν ο Ιούδας ο Γαυλωνίτης ή Γαλιλαίος, με αφορμή την απογραφή τού Κυρηνίου, ξεσήκωσε το λαό ενάντια στη ρωμαϊκή εξουσία. Η γενική απογραφή θεωρήθηκε ση­μείο αναγνώρισης της ρωμαϊκής εξουσίας και της κυριαρχίας του Καί­σαρα επί τού Θεού και του λαού του. Η εξέγερση τελικά κατεστάλη, ο Ιούδας Γαλιλαίος φονεύθηκε και οι οπαδοί του διασκορπίστηκαν (βλ. Πράξ. 5,37), ενώ οι σφοδρότερες αντιρωμαϊκές εξεγέρσεις, με ενεργό συμμετοχή των Ζηλωτών και άλλων αντιστασιακών ομάδων (Σικάριοι), θα λάβουν χώρα το 66-73 μ.Χ. (ιουδαϊκός πόλεμος) και το 132-135 μ.Χ. (εξέγερση τού Βαρ-Κοχβά).

Η αναφορά στις λεπτομέρειες των σχέσεων των διαφόρων επανα­στατικών αντιστασιακών κινημάτων την εποχή του Ιησού θα ξεστράτιζε την έρευνά μας προς άλλες κατευθύνσεις, ενώ και η σχετική πλούσια βι­βλιογραφία αδυνατεί να δώσει οριστική απάντηση στο πρόβλημα καθώς αφορά κυρίως στη μεταγενέστερη περίοδο των δύο αντιρωμαϊκών εξε­γέρσεων. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε πως το επαναστατικό κίνη­μα των Ζηλωτών συνδέεται με αυτό των Σικαρίων, αυτών που στην ένο­πλη πάλη τους έναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό μαχαίρι που ονομαζόταν λατινικά sicus, άπ' όπου και Σικάριος, ξιφοφόρος ή εκτελεστής. Από τη ρίζα αυτή πολλοί ερμηνευτές και ιστο­ρικοί ετυμολογούν και το επίθετο Ισκαριώτης, ακολουθώντας την άπο­ψη τού Ο. Cullmann. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η επωνυμία Ισκαριώ­της δεν μπορεί να είναι δηλωτική του τόπου καταγωγής του Ιούδα – ό­πως πίστευε η αρχαία, αλλά και μέρος της σύγχρονης ερμηνευτικής πα­ράδοσης – γιατί πουθενά στην Παλαιστίνη δεν υπήρχε τοποθεσία ή οικι­σμός με το όνομα Ισκαριώθ ή Καριώθ. Αντιθέτως ο Ισκαριώτης (καθώς και οι παραλλαγές τού Ισκαριώθ, Σκαριώθ, Σκαριώτης), φαίνεται να είναι παραφθορά του «Σικαριώτης» ή «Σικάριος» και να σχετίζεται με την ένοπλη ζηλωτική δραστηριότητα τού μαθητή τού Χριστού.

Και άλ­λοι μαθητές τού Χριστού όμως προερχόταν από την κίνηση των ζηλωτών, όπως ο «Σίμων ο καλούμενος Ζηλωτής» (Λκ. 6,15· Πράξ. 1,13). Γι' αυτό και προτείνονται τρεις ονομασίες για το κίνημα της ιουδαϊκής αντι­στάσεως έναντίον της ρωμαϊκής κατακτήσεως: η ελληνική λέξη «ζηλω­τής», η αραμαϊκή «kenana» (με το εξελληνισμένο καναναίος ή κανανίτης) και η λατινική «sicarius». Χωρίς να μπορούμε να αποφανθούμε για τον οριστικό χαρακτήρα των ερμηνευτικών αυτών προτάσεων – μιας και η συζήτηση μεταξύ των βιβλικών ερευνητών βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη – οφείλουμε εντούτοις αφού τις λάβουμε σοβαρά υπόψη, να προβούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις:

α) είναι αναμφισβήτητη η συμμετοχή πρώην Ζηλωτών στον κύκλο των δώδεκα μαθητών τού Ιησού, β) μεταξύ αυτών ήταν και ό Ιούδας Ισκαριώτης, όπως μαρτυρεί είτε η επωνυμία του είτε η εν γένει δράση και νοοτροπία του  και γ) πολλές από τις ρήσεις και τις παραβολές τού Ιησού (όπως η παραβολή του σπόρου που αυξάνει μό­νος του, Μκ. 4,26 κ.έ.), είχαν ρητώς ή υπαινικτικώς αντιζηλωτικό χαρα­κτήρα και ήθελαν να περάσουν το μήνυμα ότι χωρίς να υποτιμάται το ανθρώπινο πράττειν, η πρωτοβουλία εντούτοις για την έλευση της Βασι­λείας ανήκει στο Θεό. «Ο άνθρωπος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξαναγκάσει το Θεό στο να επισπεύσει την έλευση της βασιλείας του, ούτε με την πιστή τήρηση τού Νόμου, όπως πίστευαν οι Φαρισαίοι, ούτε με την έντονη βία κατά των Ρωμαίων όπως ήθελαν οι Ζηλωτές, ούτε με ακριβείς υπολογισμούς τού χρόνου της καταστροφής τού παρόντος σχή­ματος τού κόσμου όπως έκαναν οι Αποκαλυπτικοί συγγραφείς».

Σε μια τέτοια συνάφεια αναφέρεται και η γνωστή απάντηση τού Ιη­σού στο ερώτημα-παγίδα των Φαρισαίων και των Ηρωδιανών για την απόδοση ή όχι τού φόρου στον Καίσαρα: «Τα Καίσαρος απόδοτε Καίσαρι και το τού Θεού τω Θεώ». Η απάντηση τού Ιησού, παρά τον σαφή αντιζηλωτικό της χαρακτήρα, δεν παρέχει θεολογική κάλυψη ούτε στον τακτικισμό των Φαρισαίων ούτε στη συνεργασία των Ηρωδιανών με τον κατακτητή. Μεταφέρει τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο, ιεραρ­χεί τις υποχρεώσεις και σχέσεις τού πιστού με τον κόσμο, ενώ υποδηλώ­νει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξαναγκάσει το Θεό να επισπεύσει την έλευση της Βασιλείας Του, ότι η Βασιλεία δηλαδή δεν θα έρθει με την άσκηση επαναστατικής βίας, καθώς στο Θεό εναπόκειται η πρωτοβου­λία για τον ερχομό αυτού τού καινούργιου κόσμου. Κατά συνέπεια η πα­ραδοχή της εξουσίας του Καίσαρα και η απόδοση τού φόρου στα όργα­νά του, περιορίζει, τις αρχές και τις εξουσίες του αιώνος τούτου σε σαφώς προδιαγεγραμμένα πλαίσια και δεν τους  επιτρέπει να διεκδικήσουν ό,τι δεν τους ανήκει: να καταλάβουν δηλαδή τη θέση και το χώρο που ανήκει στο Θεό και να απαιτήσουν λατρεία παρόμοια με εκείνη που μό­νο στον αληθινό Θεό αποδίδουμε. Με την περίφημη απάντησή του ο Ιη­σούς, εκτός του ότι αποφεύγει την παγίδα που του έστησε η θρησκευ­τική ηγεσία των Ιουδαίων, μοιάζει να υπονομεύει εκ των προτέρων τον κίνδυνο μιας διπλής ειδωλολατρίας: αυτήν της κοσμικής κρατικής εξου­σίας που διεκδικεί για τον εαυτό της όσα αποδίδουμε στο Θεό και αυ­τήν της απολυτοποίησης και, της λατρείας του έθνους, που έχει την τάση να υποκαταστήσει τον αληθινό Θεό, δια της ταυτίσεως μαζί του. Αυτό το τελευταίο σημείο αφορά ιδιαίτερα τους Ζηλωτές αλλά και το θέμα μας.

ΙΙΙ

Αφήνοντας κατά μέρος λοιπόν σημαντικά ζητήματα όπως οι σχέσεις των Ζηλωτών με τους Φαρισαίους, τους Εσσαίους και τους Μακκαβαίους,  θα σταθούμε επί του παρόντος σε μία τελευταία πλευρά του κινή­ματος των Ζηλωτών που μοιάζει να επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τον Ιούδα και για τούτο ενδιαφέρει ιδιαιτέρως το θέμα μας. Πρόκειται για τις περί Μεσαίου αντιλήψεις των Ζηλωτών και για τον τρόπο που τις προσέλαβε ο Ιούδας.

Οι Ζηλωτές, όπως και ο παραδοσιακός Ιουδαϊσμός στο σύνολό του, ανέμεναν έναν Μεσσία-Βασιλιά, περιβεβλημένο με κοσμική δύναμη και εξουσία, που κύρια αποστολή του είχε να καταλύσει μετά όπλα και τη ρωμαϊκή κυριαρχία και την ιουδαϊκή ολιγαρχία και να οδηγή­σει τον εβραϊκό λαό στην εθνική αποκατάσταση, στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην εκπλήρωση των Ιστορικών προσδοκιών του. Μεσσιανικό τους πρότυπο και προσδοκία ήταν ένας Μεσσίας Δαβίδειος, με βασι­λικές ιδιότητες, ισχυρός και δυναμικός. Εμπνέονταν λοιπόν οι Ζηλωτές από έναν εθνικοθρησκευτικό μεσσιανισμό, από έναν εγκοσμιοκρατικό και ιστοριοκρατικό μεσσιανισμό, που επεδίωκε να ανακτήσει το θρόνο τού Δαβίδ.

Δεν θεωρούσε προτεραιότητα ο μεσσιανισμός αυτός την απε­λευθέρωση από την αμαρτία ή το κήρυγμα της μετανοίας, την έλευση, της βασιλείας τού Θεού (πρβλ. Μθ. 6,33- Λκ. 12,31) αλλά την εθνική απε­λευθέρωση και τη δικαίωση των ιερών και οσίων της εθνικής και θρη­σκευτικής παράδοσης τού Ιουδαϊσμού. Ακόμη καλύτερα, ταύτιζε την έλευση της βασιλείας τού Θεού με την εθνική αποκατάσταση τού Ισρα­ήλ. Γι' αυτό και η έννοια ενός πνευματικού Μεσσία, χωρίς κοσμική δύνα­μη και χωρίς εμπλοκή στην εθνική υπόθεση απελευθέρωσης του Ισραήλ από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενός Μεσσία που κηρύττει μετάνοια, αγάπη, συγχώρηση των εχθρών και εγκαινιάζει μία βασιλεία του Θεού διάφορη από τα βασίλεια τού κόσμου τούτου, τους ήταν παντελώς ξένη και ακα­τανόητη.

Ο ζηλωτισμός και ο συναφής θεοκρατικός εθνικισμός είχαν υποκαταστήσει τον αληθινό μεσσιανισμό (που είναι το θεμέλιο της εσχατολογίας) με έναν μεσσιανισμό εγκοσμιοκρατικού τύπου, με έναν μεσ­σιανισμό τού έθνους, τού γένους, της φυλής, προαναγγέλλοντας έτσι τη μετατόπιση και το γλίστρημα της εσχατολογικής προοπτικής, από το «α­ναμεταξύ» τού ιστορικού και μεταϊστορικού επιπέδου στο ασφυκτικό εγκοσμιοκρατικό ενδοϊστορικό  πλαίσιο της κοσμικής βασιλείας και της δικαίωσης τού έθνους.

Από αυτές τις μεσσιανικές αντιλήψεις φαίνεται να ήταν επηρεασμέ­νος ο Ιούδας που είχε θητεύσει προηγουμένως στο ζηλωτισμό. Αυτός ο εγκοσμιοκρατικός μεσσιανισμός ανιχνεύεται μάλιστα στο υπόστρωμα της απόφασής του για την προδοσία του Ιησού, ως συνέπεια της άρνη­σης τού τελευταίου να αναλάβει ρόλο κοσμικού βασιλιά και εθνικού α­πελευθερωτή των Ιουδαίων. Τον αρχικό ενθουσιασμό για τη δυναμική και εντυπωσιακή παρουσία τού Διδασκάλου του, που συνοδευόταν από επαναστατικό κήρυγμα και θαυμαστά γεγονότα, διαδέχεται η απογοή­τευση για την εικόνα που κατά τη γνώμη του παρουσιάζει ο Ιησούς προς το τέλος της δημόσιας δράσης του.

Μέμφεται πλέον τον Ιησού ο Ιούδας, γιατί, αντί να αξιοποιήσει το κύρος και τη λαϊκή αποδοχή που τού είχαν χαρίσει οι θεραπείες των ασθενών και, τα θαύματα και να προ­χωρήσει στην ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και της ιουδαϊκής ολι­γαρχίας, αυτός όχι μόνο αρνείται να διαχειριστεί τη δύναμη τού θαύμα­τος και να τη θέσει, στην υπηρεσία τού παραδοσιακού εθνικοθρησκευτικού μεσσιανικού οράματος, αλλά επιπλέον κηρύσσει έναν Μεσσία πνευ­ματικό, απογυμνωμένο από κάθε είδους κοσμική δύναμη και εξουσία, που θα διωχθεί και θα απορριφθεί.

Έναν Μεσσία που ήρθε να συγχω­ρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων και να εγκαινιάσει, μία ουράνια βασι­λεία επί της γης, που μοιάζει να αδιαφορεί για τα προβλήματα της φυλής και του έθνους, που διαφοροποιείται από την παράδοση και επικρίνει τη θρησκευτική ηγεσία, θεματοφύλακα κατά τον Ιούδα των ιερών και ο­σίων της εθνικής και θρησκευτικής παράδοσης. Ο Ιούδας – όπως και κάθε εγκοσμιοκρατικός μεσσιανισμός ή εκκοσμικευμένος εσχατολογισμός – όχι μόνο υποκύπτει τελικά στους τρεις πειρασμούς που απέκρου­σε ο Χριστός στην έρημο (θαύμα, μυστήριο, εξουσία), αλλά, πολύ πριν τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή τού Ντοστογιέφσκυ, σπεύδει να διορθώσει το έργο τού Ιησού Χριστού. Μόνο που στην περίπτωση του η «διόρθω­ση» δεν συνδαυλίζει κάποια πυρά, αλλά προετοιμάζει και σχεδιάζει την προδοσία.

Είναι βέβαιο ότι ο Ιούδας πρόδωσε το Διδάσκαλο για λόγους θρησκευτικής συνέπειας και ιδεολογικής πιστότητας στις καθιερωμένες τότε εγκοσμιοκρατικές μεσσιανικές ιδέες. Αποφάσισε να παρέμβει ανα­λαμβάνοντας το βαρύ χρέος έναντι της παράδοσης και της ιστορίας τού έθνους, συμμαχώντας μυστικά με τη θρησκευτική ηγεσία, τη μόνη αρχή διαφύλαξης της παράδοσης, των ιερών και οσίων τού έθνους. Ο Ιούδας ενήργησε ως απογοητευμένος ζηλωτής ιδεολόγος, κυριευμένος από τον θεοκρατικό εθνικισμό και τον εγκοσμιοκρατικό μεσσιανισμό του που εί­δε στο τέλος να διαψεύδεται από το κήρυγμα τού Χριστού. Αυτό φάνη­κε και από την όλη εξέλιξη των γεγονότων, όπου η επιστροφή των τριά­κοντα αργυρίων, η μεταμέλεια (χωρίς όμως αληθινή μετάνοια) και εν τέ­λει η αυτοκτονία τού Ιούδα, ευνοούν περισσότερο την εκδοχή των ιδεο­λογικών κινήτρων παρά της απλής φιλοχρηματίας. 

* O Παντελής Λ. Kαλαϊτζίδης γεννήθηκε το 1961 στη Θεσσαλονίκη και έλαβε το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του A.Π.Θ. το 1984. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην αρχαία φιλοσοφία, τη δυτική μεσαιωνική φιλοσοφία και τη συστηματική θεολογία, στην Ecole Pratique des Hautes Εtudes, στο Φιλοσοφικό Tμήμα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris IV) και στο Institut Catholique de Paris.

Aπό τον Oκτώβριο του 2000 είναι υπεύθυνος προγράμματος της Aκαδημίας Θεολογικών Σπουδών της I. Mητροπόλεως Δημητριάδος, ενώ τον Iούλιο του 2003 εξελέγη πάρεδρος επί θητεία του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου με αντικείμενο την επιμόρφωση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αναλαμβάνοντας καθήκοντα τον Iανουάριο του 2004. Kατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2005-06 ήταν προσκεκλημένος ερευνητής στην Eλληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Tιμίου Σταυρού Bοστώνης, με αντικείμενο έρευνας τη θεολογική προσέγγιση της ετερότητας.

Από το περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τχ. 79 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001). ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ,   www.egolpion.com, 16  ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2011

ΠΗΓΗ: http://www.egolpion.com/peirasmos_iouda.el.aspx 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.