Πρόλογος στις «Διαδρομές φυσικής οικονομίας στα βουνά» του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Του Παύλου Καρανικόλα*
Συνεχίζοντας την πολύχρονη προσπάθεια καταγραφής και μελέτης της διαχρονικής εξέλιξης της οικονομίας και κοινωνίας της Κέρτεζης, ο Παναγιώτης Μπούρδαλας καταθέτει ένα ακόμα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο αποτελεί καρπό συστηματικής έρευνας.
Ο όγκος του υλικού, η εκτεταμένη θεματολογία και το ιστορικό βάθος είναι τα πρώτα στοιχεία που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη. Στα 22 κεφάλαια του βιβλίου, η σκιαγράφηση της εξελικτικής πορείας της οικονομίας της περιοχής (από την πρώιμη τουρκοκρατία μέχρι τις μέρες μας!), συνοδεύεται από αναφορές στη γεωλογία και τον γεωφυσικό χώρο, καθώς και τον κεντρικό ρόλο της Κέρτεζης στη διοικητική διάρθρωση της περιοχής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου περιγράφει με θαυμαστή λεπτομέρεια όλους τους κλάδους φυτικής και ζωικής παραγωγής και τον πρωτογενή τομέα με την ευρύτερη έννοια: τα πλούσια δάση και νερά, τον κάμπο με τις ξηρικές και ποτιστικές καλλιέργειες, την οικόσιτη και μετακινούμενη κτηνοτροφία, κ.ά.
Οι πληροφορίες που παρατίθενται συνδυάζουν τη βιωματική γνώση του συγγραφέα από την αγροτική ζωή στην Κέρτεζη τις τελευταίες δεκαετίες, με αρχειακό υλικό από ποικίλες πηγές αλλά και σπάνια ιστορικά τεκμήρια, όπως οι οθωμανικές απογραφές του 1460-63 και 1583 και η έκθεση του Αμερικανού γεωπόνου F. G. Renner, που επισκέφτηκε την περιοχή το 1946. Η διαχρονική ματιά του συγγραφέα, του δίνει τη δυνατότητα να εξετάζει τη διαρκώς μεταβαλλόμενη και διαλεκτική σχέση ανθρώπου-φύσης σε μια πρώην κωμόπολη της ορεινής Πελοποννήσου.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αναδύεται με γλαφυρό τρόπο η εναλλαγή περιόδων ακμής, κάμψης και κρίσης της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας, με τη δημογραφική ευρωστία ή αποψίλωση και συνακόλουθα την σχετική σπανιότητα ή περίσσεια των φυσικών πόρων.
Η τεκμηρίωση του βιβλίου με πραγματικά δεδομένα δίνει όχι μόνο πολύτιμες πληροφορίες για την αγροτική και τη σύνολη οικονομία της περιοχής, αλλά προφυλάσσει και από τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Για παράδειγμα, στην περιοχή αμέσως μετά τον πόλεμο και την κατοχή, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της πατρίδας μας, ήταν εμφανής η διάβρωση των εδαφών λόγω της υπερβόσκησης, η υποβάθμιση των βοσκοτόπων και η έλλειψη γνώσης για καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών, τον εμπλουτισμό των βοσκοτόπων και την αύξηση των αποδόσεων των ζώων. Εμφανής ήταν επίσης η παντελής έλλειψη σύγχρονων τεχνικών μέσων (για την άροση, τη σπορά, τον θερισμό) προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες γεωμορφολογικές συνθήκες της Κέρτεζης, όπως και η ανύπαρκτη τεχνική και συμβουλευτική στήριξη των γεωργών και κτηνοτρόφων.
Πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι η απλή παράθεση πληροφοριών αλλά και η αναζήτηση προοπτικών ανάπτυξης για το σήμερα και το αύριο της Κέρτεζης. Η περιοχή αναμφίβολα διαθέτει, εκτός από το πλούσιο παρελθόν, υπαρκτές παραγωγικές δραστηριότητες, φυσικό πλούτο αλλά και επιμέρους πρωτοβουλίες, που μπορούν να αποτελέσουν εστίες αντίστασης στην περιθωριοποίηση και στοιχεία μιάς στρατηγικής για την ολοκληρωμένη ανάπτυξή της.
Είναι γνωστό ότι η πολιτική για την ανάπτυξη της γεωργίας και της υπαίθρου διαθέτει σήμερα αρκετά θεσμικά και χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ εμπλουτίζεται με όλο και περισσότερα «πράσινα» στοιχεία. Όλα αυτά όμως, για να μην εκφυλιστούν σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που λειτουργούν για την εξυπηρέτηση μιάς στείρας επιδοματικής λογικής, προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, την κοινωνική δυναμική σε τοπικό επίπεδο. Και είναι σ’ αυτό το σημείο που η πολύχρονη ενεργός πολιτική/κινηματική πορεία του συγγραφέα του δίνει τα ερεθίσματα αλλά και τη δυνατότητα να κινείται σε τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης της τοπικής πραγματικότητας.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση ενός τόπου κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση είναι. Κάθε ‘’πυλώνας’’ της οφείλει να αξιοποιεί με δημιουργικό τρόπο στις σημερινές συνθήκες όλα τα ‘’μαθήματα’’ από το παρελθόν. Έτσι, π.χ., η ενίσχυση ατομικών και συλλογικών πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη της περιοχής έχει να διδαχθεί πάρα πολλά από τα εξαιρετικά δείγματα εφαρμοσμένης συλλογικής διαχείρισης των πόρων της που περιγράφονται στο βιβλίο, όπως οι λεπτομερείς ρυθμίσεις του πολύπλοκου αρδευτικού δικτύου («κατά την ανέκαθεν συνήθειαν») και οι αποφάσεις για τη διαχείριση του καστανοδάσους. Οι σπουδαίοι αυτοί θεσμοί, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ‘’κεφάλαια’’ της τοπικής κοινωνίας.
Αξιοποιώντας το υλικό του βιβλίου και σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία μπορούν να υποστηριχθούν πρωτοβουλίες· εντελώς ενδεικτικά αναφέρεται η στοχευμένη συμβουλευτική υποστήριξη στους κτηνοτρόφους της περιοχής για βελτίωση της διαχείρισης των εκμεταλλεύσεών τους και βελτίωση των σιτηρεσίων των ζώων, μέσα από τα οποία μπορεί να προκύψει σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής, όπως επίσης η ένταξη κτηνοτρόφων και τυροκομείων της περιοχής στους ‘’δρόμους του τυριού’’.
Θα ήταν όμως παράλειψη αν δεν επισημαίναμε μία ακόμη σημαντική χρησιμότητα του βιβλίου αυτού. Πιστεύουμε ότι ο τρόπος καταγραφής και ανάλυσης που ακολουθεί ο συγγραφέας, δίνει τη δυνατότητα στους κοινωνικούς επιστήμονες να επιχειρήσουν μέσα από μια ‘’μελέτη περίπτωσης’’ την ολοκληρωμένη προσέγγιση του κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου, η οποία εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο. Όπως είναι γνωστό, μετά το πρωτοποριακό έργο του Κ. Καραβίδα στον μεσοπόλεμο, από τη δεκαετία του 1970 έχει ξεκινήσει η συζήτηση σχετικά με τον χαρακτήρα και τον μετασχηματισμό της οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα. Οι νεότερες αυτές απόπειρες κατασκευής, σε θεωρητικό επίπεδο, ενός μοντέλου οικογενειακής γεωργίας στην Ελλάδα αντιμετώπισαν δύο αξεπέραστα προβλήματα: είτε χρησιμοποίησαν προκατασκευασμένες θεωρητικές κατασκευές, οι οποίες αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό την ποικιλομορφία των κοινωνιών της υπαίθρου, είτε στηρίχθηκαν υπέρμετρα σε θεωρητικές υποθέσεις και απέφυγαν την όποια σοβαρή προσπάθεια εμπειρικής επαλήθευσής τους.
Η μετάβαση από κοινωνίες αυτοσυντήρησης/επιβίωσης σε κοινωνίες της αγοράς, δηλ. τον σύγχρονο καπιταλισμό, δεν ήταν ποτέ και πουθενά ανώδυνη και χωρίς αντιφάσεις. Η ανάγκη για μια πολιτική οικονομία της αγροτικότητας, της γεωργίας και του (ολιγοπωλιακά οργανωμένου) αγροδιατροφικού συστήματος, εντός του οποίου οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις ενσωματώνονται με άνισους όρους, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και αναγκαία. Η πολύπλευρη και διεισδυτική ανάλυση της τοπικής οικονομίας μπορεί να διευκολύνει ένα τέτοιο εγχείρημα.
Η ενσωμάτωση στις αγορές θα μπορούσε να είναι μια κεντρική έννοια για την περιοδολόγηση και ερμηνευτική προσέγγιση του εξαιρετικού υλικού, τόσο του παρόντος βιβλίου, όσο και του επόμενου, που έχει ήδη προαναγγείλει ο συγγραφέας, με αντικείμενο την ανάλυση των τομέων της μεταποίησης και εμπορίας της τοπικής παραγωγής. Η εξειδίκευση και εμπειρική διερεύνηση της έννοιας αυτής θα μπορούσε να επιδιωχθεί με ερωτήματα όπως: Πότε αρχίζει να εμφανίζεται εμπορεύσιμο πλεόνασμα και σε ποιά προϊόντα στην Κέρτεζη και την ευρύτερη περιοχή; Σε ποιες αγορές το πλεόνασμα αυτό κατευθύνεται (τοπικές, περιφερειακές, εθνικές, διεθνείς); Με ποιους όρους οι τοπικές παραγωγικές μονάδες και τα αγροτικά νοικοκυριά ενσωματώνονται στις εν λόγω αγορές; Πώς κατανέμεται η παραγόμενη αξία κατά μήκος των σχετικών αλυσίδων αξίας; Ποιες είναι οι διεργασίες στο εσωτερικό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων/αγροτικών νοικοκυριών, οι οποίες σχετίζονται και με τις στρατηγικές επιβίωσης και αναπαραγωγής τους;
Ο σύντομος αυτός πρόλογος δεν θα μπορούσε παρά να ολοκληρωθεί με την ευχή η εργώδης προσπάθεια, η γνήσια αναζήτηση και η ανιδιοτελής αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, που αποτυπώνονται στο πολύ αξιόλογο αυτό βιβλίο, να συνεχιστεί από τον Παναγιώτη Μπούρδαλα αλλά και να βρει άξιους συνεχιστές.
* Ο Παύλος Καρανικόλας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετείχε και στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ» με υπότιτλο «Η πρωτογενής παραγωγή και η Κέρτεζη» στις εκδόσεις Αρμός στην Αθήνα, το βράδυ στις 9 Δεκέμβρη 2024.